- καταθέτης
- οθηλ. καταθέτρια αυτός που καταθέτει χρήματα σε πιστωτικό ίδρυμα: Είστε καταθέτης στην τράπεζα αυτή;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταθέτης — ο, θηλ. καταθέτρια και καταθέτις αυτός που καταθέτει χρήματα σε πιστωτικό ίδρυμα για ασφάλεια ή για να εισπράττει τόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατατίθημι. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ιωάννη Σκαλτσούνη] … Dictionary of Greek